μαξιμαλιστής

μαξιμαλιστής
ο, θηλ. μαξιμαλίστρια [μαξιμαλισμός]
αυτός που προβάλλει και επιδιώκει την πραγμάτωση τών ανώτατων στόχων και επιδιώξεων, την επίτευξη ριζισπαστικών, πάντοτε, λύσεων, ιδίως στον τομέα τής πολιτικής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαξιμαλιστικός — ή, ό [μαξιμαλιστής] αυτος που ανήκει ή αναφέρεται στον μαξιμαλιστὴ ή στον μαξιμαλισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”